Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oˈrina]

το κάτουρο, το ούρο, τα ούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  origliere orinale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

originariamente (επίρ.)
originario (επίθ.)
origine (θηλ.ουσ)
origliare (ρ.αμτβ.)
origliere (ουσ αρσ )
orina (θηλ.ουσ)
orinale (ουσ αρσ )
orinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
orinario (επίθ.)
orinata (θηλ.ουσ)
orinatoio (ουσ αρσ )
oriolo (ουσ αρσ )
Orione (κύρ.όν. αρσ.)
oritteropo (ουσ αρσ )
orittolago (ουσ αρσ )
orittologia (θηλ.ουσ)
oriundo (ουσ αρσ )
oriundo (επίθ.)
orizzontale (θηλ.ουσ)
orizzontale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---