Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orifìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oriˈfiʧo]

1 στόμιο
2 τρύπα
3 άνοιγμα
4 μπούκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orifiamma orifizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
orientativo (επίθ.)
orientazione (θηλ.ουσ)
oriente (αρσ. επίθ και ουσ)
orifiamma (θηλ.ουσ)
orificio (ουσ αρσ )
orifizio (ουσ αρσ )
origami (ουσ αρσ )
origano (ουσ αρσ )
Origene (κύρ.όν.)
originale (ουσ αρσ και θηλ.)
originale (επίθ.)
originalità (θηλ.ουσ)
originalmente (επίρ.)
originare (ρ.αμτβ.)
originare (ρ. μτβ.)
originarsi (ρ.μ. (αντων.))
originariamente (επίρ.)
originario (επίθ.)
origine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---