Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorifìcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oriˈfiʧo] 1 στόμιο 2 τρύπα 3 άνοιγμα 4 μπούκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |