Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoriginalità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oriʤinaliˈta] 1 μοναδικότητα 2 νεωτερισμός 3 καινοτομία 4 πρωτοτυπία 5 παραδοξότητα 6 ιδιαιτερότητα 7 εκκεντρικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |