Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorganografìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [organograˈfia] 1 μελέτη οργάνων φυτών-ζώων 2 οργανογραφία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |