Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


organografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [organograˈfia]

1 μελέτη οργάνων φυτών-ζώων
2 οργανογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  organogeno organografico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

organo (ουσ αρσ )
organogenesi (θηλ.ουσ)
organogenia (θηλ.ουσ)
organogenico (επίθ.)
organogeno (επίθ.)
organografia (θηλ.ουσ)
organografico (επίθ.)
organolettico (επίθ.)
organologia (θηλ.ουσ)
organologico (επίθ.)
organometallico (επίθ.)
organometallo (ουσ αρσ )
organopatia (θηλ.ουσ)
organoscopia (θηλ.ουσ)
organoterapia (θηλ.ουσ)
organza (θηλ.ουσ)
organzino (ουσ αρσ )
orgasmico (επίθ.)
orgasmo (ουσ αρσ )
orgia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---