Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


organìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [orgaˈnistiko]

1 ο του οργάνου (μουσική)
2 οργανικός (μουσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  organista organizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

organico (επίθ.)
organigramma (ουσ αρσ )
organino (ουσ αρσ )
organismo (ουσ αρσ )
organista (ουσ αρσ και θηλ.)
organistico (επίθ.)
organizzare (ρ. μτβ.)
organizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
organizzativo (επίθ.)
organizzato (ουσ αρσ )
organizzato (επίθ.)
organizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
organizzazione (θηλ.ουσ)
organo (ουσ αρσ )
organogenesi (θηλ.ουσ)
organogenia (θηλ.ουσ)
organogenico (επίθ.)
organogeno (επίθ.)
organografia (θηλ.ουσ)
organografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---