ItalianoGreco


orgànico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈganiko]

1 προσωπικό
2 οργανική θέση

orgànico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [orˈganiko]

1 οργανωμένος
2 συστηματικός
3 συστηματοποιημένος
4 ενόργανος
5 οργανικός
6 έμβιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---