Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


organicaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [organikaˈmente]

οργανικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  organica organicismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

organaio (ουσ αρσ )
organdi (ουσ αρσ )
organdis (ουσ αρσ )
organetto (ουσ αρσ )
organica (θηλ.ουσ)
organicamente (επίρ.)
organicismo (ουσ αρσ )
organicità (θηλ.ουσ)
organico (ουσ αρσ )
organico (επίθ.)
organigramma (ουσ αρσ )
organino (ουσ αρσ )
organismo (ουσ αρσ )
organista (ουσ αρσ και θηλ.)
organistico (επίθ.)
organizzare (ρ. μτβ.)
organizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
organizzativo (επίθ.)
organizzato (ουσ αρσ )
organizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---