ItalianoGreco


organétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orgaˈnetto]

1 ακορντεόν
2 όργανο οικογένειας ακορντεόν (κονσερτίνα)
3 λατέρνα
4 φυσαρμόνικα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---