Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


organétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orgaˈnetto]

1 ακορντεόν
2 όργανο οικογένειας ακορντεόν (κονσερτίνα)
3 λατέρνα
4 φυσαρμόνικα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  organdis organica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orfico (αρσ. επίθ και ουσ)
orfismo (ουσ αρσ )
organaio (ουσ αρσ )
organdi (ουσ αρσ )
organdis (ουσ αρσ )
organetto (ουσ αρσ )
organica (θηλ.ουσ)
organicamente (επίρ.)
organicismo (ουσ αρσ )
organicità (θηλ.ουσ)
organico (ουσ αρσ )
organico (επίθ.)
organigramma (ουσ αρσ )
organino (ουσ αρσ )
organismo (ουσ αρσ )
organista (ουσ αρσ και θηλ.)
organistico (επίθ.)
organizzare (ρ. μτβ.)
organizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
organizzativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---