Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


organizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [organiddzaˈtore]

1 διοργανωτής
2 οργανωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  organizzato organizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

organizzare (ρ. μτβ.)
organizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
organizzativo (επίθ.)
organizzato (ουσ αρσ )
organizzato (επίθ.)
organizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
organizzazione (θηλ.ουσ)
organo (ουσ αρσ )
organogenesi (θηλ.ουσ)
organogenia (θηλ.ουσ)
organogenico (επίθ.)
organogeno (επίθ.)
organografia (θηλ.ουσ)
organografico (επίθ.)
organolettico (επίθ.)
organologia (θηλ.ουσ)
organologico (επίθ.)
organometallico (επίθ.)
organometallo (ουσ αρσ )
organopatia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---