Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorecchiétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [orekˈkjetta] 1 λοβιώδες τμήμα 2 κόλπος καρδιάς 3 πτερύγιο αυτιού 4 ωτίο καρδιακού κόλπου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |