Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oreria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oreˈria]

1 χρυσά σκεύη
2 χρυσοχοΐα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oreficeria Oreste  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orecchione (ουσ αρσ )
orecchioni (ουσ αρσ πληθ.)
orecchiuto (επίθ.)
orefice (ουσ αρσ και θηλ.)
oreficeria (θηλ.ουσ)
oreria (θηλ.ουσ)
Oreste (κύρ.όν. αρσ.)
Oresteade (κύρ.όν. θηλ.)
Orestiade (κύρ.όν. θηλ.)
orfana (θηλ.ουσ)
orfanella (θηλ.ουσ)
orfano (ουσ αρσ )
orfano (επίθ.)
orfanotrofio (ουσ αρσ )
orfeo (ουσ αρσ )
orfico (αρσ. επίθ και ουσ)
orfismo (ουσ αρσ )
organaio (ουσ αρσ )
organdi (ουσ αρσ )
organdis (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---