Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orecchióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orekˈkjone]

1 νυχτερίδα Plecotus auritus
2 στήριξη περιστροφής κανονιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orecchio orecchioni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orecchiante (ουσ αρσ )
orecchiante (επίθ.)
orecchietta (θηλ.ουσ)
orecchino (ουσ αρσ )
orecchio (ουσ αρσ )
orecchione (ουσ αρσ )
orecchioni (ουσ αρσ πληθ.)
orecchiuto (επίθ.)
orefice (ουσ αρσ και θηλ.)
oreficeria (θηλ.ουσ)
oreria (θηλ.ουσ)
Oreste (κύρ.όν. αρσ.)
Oresteade (κύρ.όν. θηλ.)
Orestiade (κύρ.όν. θηλ.)
orfana (θηλ.ουσ)
orfanella (θηλ.ουσ)
orfano (ουσ αρσ )
orfano (επίθ.)
orfanotrofio (ουσ αρσ )
orfeo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---