Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orecchìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orekˈkino]

το σκουλαρίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orecchietta orecchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orecchia (θηλ.ουσ)
orecchiabile (επίθ.)
orecchiante (ουσ αρσ )
orecchiante (επίθ.)
orecchietta (θηλ.ουσ)
orecchino (ουσ αρσ )
orecchio (ουσ αρσ )
orecchione (ουσ αρσ )
orecchioni (ουσ αρσ πληθ.)
orecchiuto (επίθ.)
orefice (ουσ αρσ και θηλ.)
oreficeria (θηλ.ουσ)
oreria (θηλ.ουσ)
Oreste (κύρ.όν. αρσ.)
Oresteade (κύρ.όν. θηλ.)
Orestiade (κύρ.όν. θηλ.)
orfana (θηλ.ουσ)
orfanella (θηλ.ουσ)
orfano (ουσ αρσ )
orfano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---