Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorécchia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oˈrekkja] 1 τσακισμένη σελίδα βιβλίου 2 αυτί (χρησιμοποίησε καλύτερα το orecchio) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |