Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ordìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈdire]

1 μηχανεύομαι
2 σκαρφίζομαι
3 επινοώ
4 σκιτσάρω
5 σχεδιάζω
6 βάζω στημόνι σε αργαλειό
7 στημονιάζω
8 μηχανορραφώ
9 συνωμοτώ
10 ραδιουργώ
11 σκιαγραφώ
12 περνώ σκοινί και δένω
13 σκαριφώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ordine ordito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ordinatore (ουσ αρσ )
ordinatore (επίθ.)
ordinatorio (επίθ.)
ordinazione (θηλ.ουσ)
ordine (ουσ αρσ )
ordire (ρ. μτβ.)
ordito (αρσ. επίθ και ουσ)
orditoio (ουσ αρσ )
orditore (ουσ αρσ )
orditura (θηλ.ουσ)
oreade (θηλ.ουσ)
orecchia (θηλ.ουσ)
orecchiabile (επίθ.)
orecchiante (ουσ αρσ )
orecchiante (επίθ.)
orecchietta (θηλ.ουσ)
orecchino (ουσ αρσ )
orecchio (ουσ αρσ )
orecchione (ουσ αρσ )
orecchioni (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---