Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ordinàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnarjo]

1 ιερέας χειροτονημένος
2 κάτι το συνηθισμένο

ordinàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnarjo]

τακτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ordinariato ordinata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ordinante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ordinanza (θηλ.ουσ)
ordinare (ρ. μτβ.)
ordinariamente (επίρ.)
ordinariato (ουσ αρσ )
ordinario (ουσ αρσ )
ordinario (επίθ.)
ordinata (θηλ.ουσ)
ordinatario (ουσ αρσ )
ordinativo (ουσ αρσ )
ordinativo (επίθ.)
ordinato (επίθ.)
ordinatore (ουσ αρσ )
ordinatore (επίθ.)
ordinatorio (επίθ.)
ordinazione (θηλ.ουσ)
ordine (ουσ αρσ )
ordire (ρ. μτβ.)
ordito (αρσ. επίθ και ουσ)
orditoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---