Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόordinàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnarjo] 1 ιερέας χειροτονημένος 2 κάτι το συνηθισμένο ordinàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnarjo] τακτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |