Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òrco, órco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrko], [ˈorko]

1 μπαμπούλας
2 δράκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orcio orda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orchidea (θηλ.ουσ)
orchiectomia (θηλ.ουσ)
orchite (θηλ.ουσ)
orciaio (ουσ αρσ )
orcio (ουσ αρσ )
orco (ουσ αρσ )
orda (θηλ.ουσ)
ordalia (θηλ.ουσ)
ordalico (επίθ.)
ordigno (ουσ αρσ )
ordimento (ουσ αρσ )
ordinabile (επίθ.)
ordinale (ουσ αρσ )
ordinale (επίθ.)
ordinamento (ουσ αρσ )
ordinando (αρσ. επίθ και ουσ)
ordinante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ordinanza (θηλ.ουσ)
ordinare (ρ. μτβ.)
ordinariamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---