Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòrco, órco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrko], [ˈorko] 1 μπαμπούλας 2 δράκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |