Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orchiectomìa, orchiectomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [orkiektoˈmia], [orkjektoˈmia]

ορχεκτομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orchidea orchite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orchestrazione (θηλ.ουσ)
orchestrina (θηλ.ουσ)
orchidacee (θηλ. ουσ πληθ.)
orchidaceo (επίθ.)
orchidea (θηλ.ουσ)
orchiectomia (θηλ.ουσ)
orchite (θηλ.ουσ)
orciaio (ουσ αρσ )
orcio (ουσ αρσ )
orco (ουσ αρσ )
orda (θηλ.ουσ)
ordalia (θηλ.ουσ)
ordalico (επίθ.)
ordigno (ουσ αρσ )
ordimento (ουσ αρσ )
ordinabile (επίθ.)
ordinale (ουσ αρσ )
ordinale (επίθ.)
ordinamento (ουσ αρσ )
ordinando (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---