Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ordiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ordiˈmento]

στημόνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ordigno ordinabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orco (ουσ αρσ )
orda (θηλ.ουσ)
ordalia (θηλ.ουσ)
ordalico (επίθ.)
ordigno (ουσ αρσ )
ordimento (ουσ αρσ )
ordinabile (επίθ.)
ordinale (ουσ αρσ )
ordinale (επίθ.)
ordinamento (ουσ αρσ )
ordinando (αρσ. επίθ και ουσ)
ordinante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ordinanza (θηλ.ουσ)
ordinare (ρ. μτβ.)
ordinariamente (επίρ.)
ordinariato (ουσ αρσ )
ordinario (ουσ αρσ )
ordinario (επίθ.)
ordinata (θηλ.ουσ)
ordinatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---