ItalianoGreco


ordinàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnale]

1 βιβλίο θείας λειτουργίας
2 αριθμός σειράς (πχ τρίτος)
3 αριθμός σειράς και αριθμός πλήθους (μαθηματικά)

ordinàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnale]

τακτικός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---