ordinàle
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnale]
1 βιβλίο θείας λειτουργίας
2 αριθμός σειράς (πχ τρίτος)
3 αριθμός σειράς και αριθμός πλήθους (μαθηματικά)
ordinàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnale]
τακτικός (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnale]
1 βιβλίο θείας λειτουργίας
2 αριθμός σειράς (πχ τρίτος)
3 αριθμός σειράς και αριθμός πλήθους (μαθηματικά)
ordinàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ordiˈnale]
τακτικός (-ή, -ό)
permalink
ordinale (ουσ αρσ )
ordinale (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android