ItalianoGreco


ordìgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈdiɲɲo]

το μηχάνημα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ordigno [αρσ.] esplosivo = ο εκρηκτικός μηχανισμός



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---