Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorciàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [orˈʧajo] 1 κεραμοποιός 2 κεραμέας 3 αγγειοπλάστης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |