Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eròtico (αρσ. επίθ και ουσ) erróre (ουσ αρσ )
erotìsmo (ουσ αρσ ) érta (θηλ.ουσ)
erotizzàre (ρ. μτβ.) érto (αρσ. επίθ και ουσ)
erotizzazióne (θηλ.ουσ) erubescènte (επίθ.)
erotògeno (επίθ.) erudìre (ρ. μτβ.)
erotologìa (θηλ.ουσ) erudirsi (ρ.μ. (αντων.))
erotologico (επίθ.) eruditìsmo (ουσ αρσ )
erotòmane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) erudìto (ουσ αρσ )
erotomanìa (θηλ.ουσ) erudìto (επίθ.)
èrpete (ουσ αρσ ) erudizióne (θηλ.ουσ)
erpètico (αρσ. επίθ και ουσ) eruttaménto (ουσ αρσ )
erpetologìa (θηλ.ουσ) eruttàre (ρ. μτβ.)
erpetòlogo (ουσ αρσ ) eruttazióne (θηλ.ουσ)
erpicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) eruttìvo (επίθ.)
erpicatùra (θηλ.ουσ) eruzióne (θηλ.ουσ)
érpice, èrpice (ουσ αρσ ) erzegòvina (θηλ.ουσ)
errabóndo (επίθ.) erziàno (επίθ.)
errànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) esacerbaménto (ουσ αρσ )
erràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) esacerbàre (ρ. μτβ.)
erràta córrige (έκφρ.) esacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
erràtico (επίθ.) esacerbàto (επίθ.)
erràto (επίθ.) esacerbazióne (θηλ.ουσ)
èrre (ουσ αρσ και θηλ.) esacòrdo (ουσ αρσ )
erroneità (θηλ.ουσ) esaèdrico (επίθ.)
erròneo (επίθ.) esaèdro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: