Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerudìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eruˈdito] 1 υπότροφος 2 φιλόλογος 3 λόγιος erudìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [eruˈdito] 1 βαθύς γνώστης 2 εγγράμματος 3 πεπαιδευμένος 4 γραμματισμένος 5 εκπαιδευμένος 6 εμβριθής 7 πολυμαθής 8 μορφωμένος 9 καλλιεργημένος 10 λόγιος 11 πολυδιαβασμένος 12 κατατοπισμένος 13 γραμματιζούμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |