Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erudizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eruditˈtsjone]

1 παιδεία
2 παίδευση
3 μόρφωση
4 σοφία
5 πολυμάθεια
6 γνώση
7 ευρυμάθεια
8 μάθηση
9 εκπαίδευση
10 κουλτούρα
11 πολυγνωσία
12 καλλιέργεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erudito eruttamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erudire (ρ. μτβ.)
erudirsi (ρ.μ. (αντων.))
eruditismo (ουσ αρσ )
erudito (ουσ αρσ )
erudito (επίθ.)
erudizione (θηλ.ουσ)
eruttamento (ουσ αρσ )
eruttare (ρ. μτβ.)
eruttazione (θηλ.ουσ)
eruttivo (επίθ.)
eruzione (θηλ.ουσ)
erzegovina (θηλ.ουσ)
erziano (επίθ.)
esacerbamento (ουσ αρσ )
esacerbare (ρ. μτβ.)
esacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
esacerbato (επίθ.)
esacerbazione (θηλ.ουσ)
esacordo (ουσ αρσ )
esaedrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---