Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeruditìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [erudiˈtizmo] 1 τυπολατρία 2 στενοκεφαλιά 3 λογιοτατισμός 4 σχολαστικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |