Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeruzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [erutˈtsjone] 1 (di vulcano) έκρηξη 2 (cutanea) το εξάνθημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |