Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eruzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [erutˈtsjone]

1 (di vulcano) έκρηξη
2 (cutanea) το εξάνθημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eruttivo erzegovina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erudizione (θηλ.ουσ)
eruttamento (ουσ αρσ )
eruttare (ρ. μτβ.)
eruttazione (θηλ.ουσ)
eruttivo (επίθ.)
eruzione (θηλ.ουσ)
erzegovina (θηλ.ουσ)
erziano (επίθ.)
esacerbamento (ουσ αρσ )
esacerbare (ρ. μτβ.)
esacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
esacerbato (επίθ.)
esacerbazione (θηλ.ουσ)
esacordo (ουσ αρσ )
esaedrico (επίθ.)
esaedro (ουσ αρσ )
esagerare (ρ.αμτβ.)
esagerare (ρ. μτβ.)
esagerato (ουσ αρσ )
esagerato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---