Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesageràre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrare] υπερβάλλω, μεγαλοποιώ esageràre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrare] 1 υπερβάλλω 2 διογκώνω 3 ξεπερνώ τα όρια 4 παραλέω 5 παρακάνω 6 φουσκώνω 7 εξογκώνω 8 μεγαλοποιώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |