Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esageràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrare]

υπερβάλλω, μεγαλοποιώ

esageràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrare]

1 υπερβάλλω
2 διογκώνω
3 ξεπερνώ τα όρια
4 παραλέω
5 παρακάνω
6 φουσκώνω
7 εξογκώνω
8 μεγαλοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esaedro esagerato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esacerbato (επίθ.)
esacerbazione (θηλ.ουσ)
esacordo (ουσ αρσ )
esaedrico (επίθ.)
esaedro (ουσ αρσ )
esagerare (ρ.αμτβ.)
esagerare (ρ. μτβ.)
esagerato (ουσ αρσ )
esagerato (επίθ.)
esagerazione (θηλ.ουσ)
esagitare (ρ. μτβ.)
esagitato (ουσ αρσ )
esagitato (επίθ.)
esagonale (επίθ.)
esaidrato (αρσ. επίθ και ουσ)
esalamento (ουσ αρσ )
esalare (ρ.αμτβ.)
esalare (ρ. μτβ.)
esalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esalazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---