Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesacerbàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ezaʧerˈbato] 1 πικραμένος 2 στενοχωρημένος 3 ερεθισμένος 4 φαρμακωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |