Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esacerbàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezaʧerˈbato]

1 πικραμένος
2 στενοχωρημένος
3 ερεθισμένος
4 φαρμακωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esacerbarsi esacerbazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erzegovina (θηλ.ουσ)
erziano (επίθ.)
esacerbamento (ουσ αρσ )
esacerbare (ρ. μτβ.)
esacerbarsi (ρ.μ. (αντων.))
esacerbato (επίθ.)
esacerbazione (θηλ.ουσ)
esacordo (ουσ αρσ )
esaedrico (επίθ.)
esaedro (ουσ αρσ )
esagerare (ρ.αμτβ.)
esagerare (ρ. μτβ.)
esagerato (ουσ αρσ )
esagerato (επίθ.)
esagerazione (θηλ.ουσ)
esagitare (ρ. μτβ.)
esagitato (ουσ αρσ )
esagitato (επίθ.)
esagonale (επίθ.)
esaidrato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---