Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esageràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrato]

κάποιος που υπερβάλλει

esageràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeˈrato]

1 υπερβολικός
2 μεγιστοποιημένος
3 εξογκωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esagerare esagerazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esacordo (ουσ αρσ )
esaedrico (επίθ.)
esaedro (ουσ αρσ )
esagerare (ρ.αμτβ.)
esagerare (ρ. μτβ.)
esagerato (ουσ αρσ )
esagerato (επίθ.)
esagerazione (θηλ.ουσ)
esagitare (ρ. μτβ.)
esagitato (ουσ αρσ )
esagitato (επίθ.)
esagonale (επίθ.)
esaidrato (αρσ. επίθ και ουσ)
esalamento (ουσ αρσ )
esalare (ρ.αμτβ.)
esalare (ρ. μτβ.)
esalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esalazione (θηλ.ουσ)
esaltamento (ουσ αρσ )
esaltante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---