Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esaltaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezaltaˈmento]

1 έξαρση
2 μεγάλυνση
3 εγκωμιασμός
4 εκθειασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esalazione esaltante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esalamento (ουσ αρσ )
esalare (ρ.αμτβ.)
esalare (ρ. μτβ.)
esalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esalazione (θηλ.ουσ)
esaltamento (ουσ αρσ )
esaltante (επίθ.)
esaltare (ρ. μτβ.)
esaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
esaltato (ουσ αρσ )
esaltato (επίθ.)
esaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esaltazione (θηλ.ουσ)
esame (ουσ αρσ )
esametro (ουσ αρσ )
esaminando (αρσ. επίθ και ουσ)
esaminante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esaminare (ρ. μτβ.)
esaminatore (ουσ αρσ )
esaminatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---