Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esaminànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezamiˈnante]

ανακριτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esaminando esaminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esaltazione (θηλ.ουσ)
esame (ουσ αρσ )
esametro (ουσ αρσ )
esaminando (αρσ. επίθ και ουσ)
esaminante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esaminare (ρ. μτβ.)
esaminatore (ουσ αρσ )
esaminatore (επίθ.)
esangue (επίθ.)
esanimare (ρ. μτβ.)
esanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
esanime (επίθ.)
esano (ουσ αρσ )
esantema (ουσ αρσ )
esantematico (επίθ.)
esarazione (θηλ.ουσ)
esarca (ουσ αρσ )
esarcato (ουσ αρσ )
esasperante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---