Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eˈzame] 1 η εξέταση 2 (a scuola) το διαγώνισμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαesame [αρσ.] di maturità = οι εξετάσεις [f.] γιά το απολυτήριο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |