Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈzano]

εξάνιο (κλάσμα πετρελαίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esanime esantema  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaminatore (επίθ.)
esangue (επίθ.)
esanimare (ρ. μτβ.)
esanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
esanime (επίθ.)
esano (ουσ αρσ )
esantema (ουσ αρσ )
esantematico (επίθ.)
esarazione (θηλ.ουσ)
esarca (ουσ αρσ )
esarcato (ουσ αρσ )
esasperante (επίθ.)
esasperare (ρ. μτβ.)
esasperarsi (ρ.μ. (αντων.))
esasperato (επίθ.)
esasperazione (θηλ.ουσ)
esastico (ουσ αρσ )
esastilo (επίθ.)
esattamente (επίρ.)
esattezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---