Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesasperazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ezasperatˈtsjone] 1 εκνευρισμός 2 παραφορά 3 απόγνωση 4 εξόργιση 5 οργή 6 ερεθισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |