Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esattoriàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezattoˈrjale]

ο του δημόσιου ταμείου ή της εφορίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esattoria esaudibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esattamente (επίρ.)
esattezza (θηλ.ουσ)
esatto (επίθ.)
esattore (αρσ. επίθ και ουσ)
esattoria (θηλ.ουσ)
esattoriale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esaudibile (επίθ.)
esaudimento (ουσ αρσ )
esaudire (ρ. μτβ.)
esauribile (επίθ.)
esauribilità (θηλ.ουσ)
esauriente (επίθ.)
esaurimento (ουσ αρσ )
esaurire (ρ. μτβ.)
esaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
esaurito (αρσ. επίθ και ουσ)
esaustivo (επίθ.)
esausto (επίθ.)
esautorare (ρ. μτβ.)
esautorazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---