Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esauriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezawriˈmento]

η εξάντληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esauriente esaurire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


esaurimento [αρσ.] nervoso = η νευρική κατάπτωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaudimento (ουσ αρσ )
esaudire (ρ. μτβ.)
esauribile (επίθ.)
esauribilità (θηλ.ουσ)
esauriente (επίθ.)
esaurimento (ουσ αρσ )
esaurire (ρ. μτβ.)
esaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
esaurito (αρσ. επίθ και ουσ)
esaustivo (επίθ.)
esausto (επίθ.)
esautorare (ρ. μτβ.)
esautorazione (θηλ.ουσ)
esavalente (επίθ.)
esazione (θηλ.ουσ)
esborsare (ρ. μτβ.)
esborso (ουσ αρσ )
esca (θηλ.ουσ)
escapismo (ουσ αρσ )
escapista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---