Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esautoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezawtoˈrare]

1 μειώνω την αξία
2 καθαιρώ
3 αποστερώ κάποιον από αξίωμα ή εξουσία
4 υποβαθμίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esausto esautorazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaurire (ρ. μτβ.)
esaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
esaurito (αρσ. επίθ και ουσ)
esaustivo (επίθ.)
esausto (επίθ.)
esautorare (ρ. μτβ.)
esautorazione (θηλ.ουσ)
esavalente (επίθ.)
esazione (θηλ.ουσ)
esborsare (ρ. μτβ.)
esborso (ουσ αρσ )
esca (θηλ.ουσ)
escapismo (ουσ αρσ )
escapista (ουσ αρσ και θηλ.)
escara (θηλ.ουσ)
escatologia (θηλ.ουσ)
escatologico (επίθ.)
escavare (ρ. μτβ.)
escavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escavatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---