ItalianoGreco


esautoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezawtoˈrare]

1 μειώνω την αξία
2 καθαιρώ
3 αποστερώ κάποιον από αξίωμα ή εξουσία
4 υποβαθμίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---