Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesbórso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ezˈborso] 1 έξοδο 2 εκροή μετρητών 3 εκροή ρευστού χρήματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |