Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esautorazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezawtoratˈtsjone]

1 στέρηση αξιώματος
2 στέρηση εξουσίας ή αξιώματος
3 υποβάθμιση
4 στέρηση βαθμού
5 καθαίρεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esautorare esavalente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
esaurito (αρσ. επίθ και ουσ)
esaustivo (επίθ.)
esausto (επίθ.)
esautorare (ρ. μτβ.)
esautorazione (θηλ.ουσ)
esavalente (επίθ.)
esazione (θηλ.ουσ)
esborsare (ρ. μτβ.)
esborso (ουσ αρσ )
esca (θηλ.ουσ)
escapismo (ουσ αρσ )
escapista (ουσ αρσ και θηλ.)
escara (θηλ.ουσ)
escatologia (θηλ.ουσ)
escatologico (επίθ.)
escavare (ρ. μτβ.)
escavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escavatrice (θηλ.ουσ)
escavazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---