Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ésca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈeska]

το δόλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esborso escapismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esautorazione (θηλ.ουσ)
esavalente (επίθ.)
esazione (θηλ.ουσ)
esborsare (ρ. μτβ.)
esborso (ουσ αρσ )
esca (θηλ.ουσ)
escapismo (ουσ αρσ )
escapista (ουσ αρσ και θηλ.)
escara (θηλ.ουσ)
escatologia (θηλ.ουσ)
escatologico (επίθ.)
escavare (ρ. μτβ.)
escavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escavatrice (θηλ.ουσ)
escavazione (θηλ.ουσ)
eschia (θηλ.ουσ)
eschileo (επίθ.)
Eschilo (κύρ.όν. αρσ.)
eschimese (ουσ αρσ και θηλ.)
eschimese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---