Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èschia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛskja]

βελανιδιά (χρησιμοποίησε καλύτερα το farnia)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escavazione eschileo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

escatologico (επίθ.)
escavare (ρ. μτβ.)
escavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escavatrice (θηλ.ουσ)
escavazione (θηλ.ουσ)
eschia (θηλ.ουσ)
eschileo (επίθ.)
Eschilo (κύρ.όν. αρσ.)
eschimese (ουσ αρσ και θηλ.)
eschimese (επίθ.)
escissione (θηλ.ουσ)
escisso (επίθ.)
esclamare (ρ. μτβ.)
esclamativo (επίθ.)
esclamazione (θηλ.ουσ)
escludere (ρ. μτβ.)
escludersi (ρ.μ. (αντων.))
esclusione (θηλ.ουσ)
esclusiva (θηλ.ουσ)
esclusivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---