Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escìsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eʃˈʃisso]

προεξέχων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escissione esclamare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eschileo (επίθ.)
Eschilo (κύρ.όν. αρσ.)
eschimese (ουσ αρσ και θηλ.)
eschimese (επίθ.)
escissione (θηλ.ουσ)
escisso (επίθ.)
esclamare (ρ. μτβ.)
esclamativo (επίθ.)
esclamazione (θηλ.ουσ)
escludere (ρ. μτβ.)
escludersi (ρ.μ. (αντων.))
esclusione (θηλ.ουσ)
esclusiva (θηλ.ουσ)
esclusivamente (επίρ.)
esclusivismo (ουσ αρσ )
esclusivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esclusivistico (επίθ.)
esclusività (θηλ.ουσ)
esclusivo (επίθ.)
escluso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---