ItalianoGreco


esclùso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈkluzo]

1 περιθωροποιημένος άνθρωπος
2 απόβλητος της κοινωνίας
3 άνθρωπος που έχει εξαιρεθεί ή αποκλειστεί στο περιθώριο

esclùso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈkluzo]

αποκλεισμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bevande [θηλ. πλυθ.] escluse = χωρίς πότα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---