escrescènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [eskreʃˈʃɛntsa]
1 έπαρμα
2 πρήξιμο
3 προεξοχή
4 υπερσάρκωμα
5 αφύσικο μεγάλωμα
6 υπερβολική ανάπτυξη
7 τοπικό πρήξιμο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [eskreʃˈʃɛntsa]
1 έπαρμα
2 πρήξιμο
3 προεξοχή
4 υπερσάρκωμα
5 αφύσικο μεγάλωμα
6 υπερβολική ανάπτυξη
7 τοπικό πρήξιμο
permalink
escrescenza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android