ItalianoGreco


escrescènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eskreʃˈʃɛntsa]

1 έπαρμα
2 πρήξιμο
3 προεξοχή
4 υπερσάρκωμα
5 αφύσικο μεγάλωμα
6 υπερβολική ανάπτυξη
7 τοπικό πρήξιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---