Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόescursionìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eskursjoˈnizmo] 1 περιοδεία 2 εκδρομική περιήγηση 3 εκδρομές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |