Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esecutìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezekuˈtivo]

1 επιβλητός
2 εκτελεστικός
3 διευθυντικός
4 διοικητικός
5 διοικητικός υψηλού βαθμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esecutività esecutore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esecrare (ρ. μτβ.)
esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esecratorio (επίθ.)
esecrazione (θηλ.ουσ)
esecutività (θηλ.ουσ)
esecutivo (αρσ. επίθ και ουσ)
esecutore (ουσ αρσ )
esecutorietà (θηλ.ουσ)
esecutorio (επίθ.)
esecutrice (θηλ.ουσ)
esecuzione (θηλ.ουσ)
esedra (θηλ.ουσ)
esegesi (θηλ.ουσ)
esegeta (ουσ αρσ και θηλ.)
esegetica (θηλ.ουσ)
esegetico (επίθ.)
eseguibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eseguibilità (θηλ.ουσ)
eseguire (ρ. μτβ.)
esempio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---