Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esegètica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezeˈʤɛtika]

εξηγητική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esegeta esegetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esecutrice (θηλ.ουσ)
esecuzione (θηλ.ουσ)
esedra (θηλ.ουσ)
esegesi (θηλ.ουσ)
esegeta (ουσ αρσ και θηλ.)
esegetica (θηλ.ουσ)
esegetico (επίθ.)
eseguibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eseguibilità (θηλ.ουσ)
eseguire (ρ. μτβ.)
esempio (ουσ αρσ )
esemplare (ουσ αρσ )
esemplare (επίθ.)
esemplarità (θηλ.ουσ)
esemplificare (ρ. μτβ.)
esemplificativo (επίθ.)
esemplificazione (θηλ.ουσ)
esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---