Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esemplificatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezemplifikaˈtivo]

1 επεξηγηματικός
2 παραδειγματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esemplificare esemplificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esempio (ουσ αρσ )
esemplare (ουσ αρσ )
esemplare (επίθ.)
esemplarità (θηλ.ουσ)
esemplificare (ρ. μτβ.)
esemplificativo (επίθ.)
esemplificazione (θηλ.ουσ)
esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)
esente (επίθ.)
esenzione (θηλ.ουσ)
esequie (θηλ.ουσ)
esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esercire (ρ. μτβ.)
esercitabile (επίθ.)
esercitare (ρ. μτβ.)
esercitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esercitato (επίθ.)
esercitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---