Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esèmpio, esémpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈzɛmpjo], [eˈzempjo]

το παράδειγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eseguire esemplare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per esempio = παραδείγματος χάρη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esegetica (θηλ.ουσ)
esegetico (επίθ.)
eseguibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eseguibilità (θηλ.ουσ)
eseguire (ρ. μτβ.)
esempio (ουσ αρσ )
esemplare (ουσ αρσ )
esemplare (επίθ.)
esemplarità (θηλ.ουσ)
esemplificare (ρ. μτβ.)
esemplificativo (επίθ.)
esemplificazione (θηλ.ουσ)
esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)
esente (επίθ.)
esenzione (θηλ.ουσ)
esequie (θηλ.ουσ)
esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esercire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---